Η δικαστική (και η δικηγορική) τήβεννος.

     Εις το βιβλίον του «Ένας δικηγόρος διά την Ιστορίαν» («Un avocat pour lHistoire») (Εκδόσεις Flammarion, Παρίσιοι, 2007, σελ. 26 επ.), προλογιζόμενον υπό τού συναδέλφου και συνεταίρου του Roland Dumas, δικηγόρου και μετέπειτα υπουργού επί τών εξωτερικών τής Γαλλίας, ο διακριθείς επί τοίς ποινικοίς ακροατηρίοις δικηγόρος Jean – Marc Varaut γράφει ότι «Δε φανταζόμεθα εν ακροατήριον εις ό οι δικασταί, οι δικηγόροι και οι γραμματείς δε θα έφερον τήβεννον…..Ο φέρων την τήβεννον αποκτά νέαν ταυτότηταν, εκείνην τού ρόλου εις όν εξουσιοδοτείται εκ τής ιδιότητός του, τού υπερασπιστού αλλά και τού κατηγόρου ή τού δικαστού. Τούτη η ενδυματολογική ταυτότης υπενθυμίζει εις τον φέρονταν την τήβεννον τα καθήκοντα τής θέσεώς του….Τόν υποχρεώνει να ταυτίζει τη συμπεριφοράν του και τούς λόγους του με τά καθήκοντά του. Τόν χειραφετεί. Η τήβεννος επέχει θέσιν ταυτότητος τού δικηγόρου διά να εισέλθη εις εν φυλασσόμενον δικαστικό μέγαρον, εις μίαν αίθουσαν ακροατηρίου ή εν γραφείον ανακριτού. Άνευ τής τηβέννου, η αξιοπιστία τών δικαστών, αποφαινομένων περί τού μέλλοντος, τής τιμής και τής περιουσίας τών διαδίκων, θα ήτο εντελώς διάφορος. Είναι η τήβεννος που καθιστά αποδεκτόν το ότι άνθρωποι δύνανται να δικάζωσιν και να καταδικάζωσιν άλλους ανθρώπους, ομοίους τους, καθ’ ότι τούς αποπροσωποποιεί…..το κοινόν θα έλεγεν {άλλως} : «Το δίκαιον είναι γυμνόν.» Η τήβεννος είναι το έ ν δ υ μ α  τ ο ύ  δ ι κ α ί ο υ, τού δικαίου να κατηγορείς, να υπερασπίζεσαι και να δικάζεις.» (σελ. 27).

     Το αναπόσπαστον τής ενδύσεως τής Δικαιοσύνης εκ τής απονομής της (από)δεικνύεται και από το ότι, εν Γαλλία, η τήβεννος των δικαστών κατηργήθη (μαζί με το λειτούργημα τών δικηγόρων και την ακαδημίαν) μόνον α. το έτος 1790, υπό το πρόσχημαν τής δήθεν αντιθέσεώς της προς δήθεν «ελευθέρους ανθρώπους» κατά την διάρκειαν τής Επαναστάσεως και τού επακολουθήσαντος Τρόμου, από και διά τής εγκαθιδρύσεως τού οποίου αναρίθμητοι πολίται συνελήφθησαν (απήχθησαν), ωδηγήθησαν εις την λαιμητόμον και εξετελέσθησαν άνευ πραγματικής δίκης, β. κατά την διάρκειαν τής Παρισινής Κομμούνας, τής περιόδου από τής 18.3 έως τής 28.5.1871, καθ’ ήν επεκράτησαν προσωρινώς ριζοσπάσται «σοσιαλισταί» τής εποχής και αναρχικοί, εμπνεύσαντες κατόπιν ιστορικώς τούς Λένιν, Στάλιν και Μάο.

     Πριν από την αποκατάστασιν τής δικαστικής (και της δικηγορικής)  τηβέννου (τιμής και αξιοπρεπείας) κατά την διάρκειαν τής Αυτοκρατορίας το έτος 1811, ο Βalzac, εις το έργον του «Μια σκοτεινή υπόθεσις» (Une tenebreuse affaire), έδιδε μιαν ακριβήν εικόναν και διάστασιν τού πράγματος : «Τον Απρίλιον τού 1806, ούτε οι δικασταί και ο πρόεδρος οι οποίοι συνεκρότουν το δικαστήριον ούτε ο δημόσιος κατήγορος ούτε ο διευθύνων τούς ενόρκους ούτε ο επίτροπος της κυβερνήσεως ούτε οι επιμεληταί ούτε οι υπερασπισταί, εκτός τών χωροφυλάκων, έφερον ένδυμαν ή ένδειξιν διακρίσεως..{γεγονός} που απεκάλυπτε τη γύμνιαν τών πραγμάτων και την αρκετά ασθενήν εντύπωσιν τών προσώπων….Όλα ήσαν θλιβερά και κοινά. Η διάταξίς {των), τόσον αναγκαία διά το κοινωνικό συμφέρον, ήτο ίσως μια παρηγορία διά τον εγκληματίαν.».

     Παρ’ ημίν, η ένδυσις και η εικών ωρισμένων δικαστικών και εισαγγελικών λ ε ι τ ο υ ρ γ ώ ν, σημαντικού αριθμού, είναι, κατά την άποψί μας, ασυμβίβαστος προς το λ ε ι τ ο ύ ρ γ η μ ά των, ασύμβατος προς το κύρος και επομένως βλαπτική διά την εικόναν της Δικαιοσύνης ∙ δεν εξαιρείται βεβαίως ο γραμματεύς της έδρας, ο φέρων κάποτε «κοντομάνικο μπλουζάκι» ή ανοικτόν υποκάμισον, ή ο άλλως πώς ακαταλλήλως ενδεδυμένος (ιδίως κατά την διάρκειαν τών εαρινών και τών θερινών μηνών), ο οποίος (συν)υποβαθμίζει την εικόναν τής Δικαιοσύνης.

      Είναι πρέπον (και δίκαιον) οι δικάζοντες (και οι κατηγορούντες) να μή διακρίνονται, ενώ θα έδει, τών κοινών πολιτών και τών δικηγόρων, ιδίως υφ’ όσων δεν τούς (ανα)γνωρίζουσιν, και να διακρίνονται, ενώ δε θα έδει, βάσει και αναλόγως τής μοιραίως παρατηρουμένης και εκτιμωμένης αξίας των ενδυμάτων των (και τών κοσμημάτων και τών ωρολογίων των ακόμη) και να εκτίθενται εις ψιθύρους (αλλά και εις υπαινιγμούς) πρωτίστως τών συναδέλφων των και έπειτα τών συνηγόρων, τών διαδίκων, τών μαρτύρων, τών πραγματογνωμόνων και τών τρίτων, ακόμη και των αστυνομικών οργάνων, περί τής οικονομικής καταστάσεώς των, φαινομένης, εις ωρισμένας περιπτώσεις, ως αδικαιολογήτου εκ τού συνόλου τών τακτικών αποδοχών των ;

     Το κύρος και η μοναδική εκ τής φύσεως και τού πράγματος εικών τής Δικαιοσύνης, και η απολύτως αναγκαία πίστις τών διαδίκων και τών συνηγόρων των και τών μαρτύρων και τών πραγματογνωμόνων και παντός τρίτου εις την απροσωποποίητον, απροσωπόληπτον και ίσην απονομήν της, δικαιολογούσιν και επιβάλλουσιν από μακρού χρόνου την προσέγγισιν και την επί τέλους στοίχισιν τής Ελλάδος προς άπαντα τα τηρούντα απαρασαλεύτως τάς δικαστικάς (και δικηγορικάς) παραδόσεις των και δικαιοκρατούμενα μέλη τής Ευρωπαϊκής Ενώσεως και τού Συμβουλίου τής Ευρώπης διά τής επεκτάσεως τής τηβέννου κατά τάς δημοσίους δικαστικάς συνεδριάσεις συμφώνως τω άρθρω 18 παράγραφος 8 τού Κώδικος Οργανισμού Δικαστηρίου και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών εις τούς δικαστάς, τούς εισαγγελείς και τούς γραμματείς τών Εφετείων και ακολούθως εις τούς δικαστάς, τούς εισαγγελείς και τούς γραμματείς τών Πλημμελειοδικείων και τών Πρωτοδικείων, οι οποίοι, από τής απόψεως τής ετοιμότητός των, θα δύνανται, κατά την κρίσι μας, να ανταποκρίνονται ακόμη ταχύτερον και ευχερέστερον εις τα καθήκοντά των (διά την επ’ ακροατηρίω εκτέλεσίν των θα απαιτείται και θα αρκεί η διά τής τηβέννου περιβολή των) και, από οικονομικής απόψεως, εάν το προϋπολογιζόμενον ποσόν τής πιστώσεως τού κράτους διά τήν Δικαιοσύνην δεν επαρκεί ή δεν επαρκεί σχετικώς εξ ολοκλήρου, δεν αποκλείεται να προτιμώσιν πράγματι, εις την πλειοψηφίαν των, την αναδοχήν τής δαπάνης τής αγοράς και τής συντηρήσεως τριών τηβέννων, μιας χειμερινής, μιας εαρινής και μιας δι’ επισήμους δικαστικάς και πολιτειακάς εκδηλώσεις και τελετάς, από την ανάγκην και την δαπάνην αγοράς και συντηρήσεως και ανανεώσεως διαφόρων κοστουμιών, γραβατών και υποκαμίσων (οι άνδρες), tailleurs κλπ. (αι γυναίκαι), παρεισαγόντων εις την έδραν, εις το δίκαιον και εις την εικόναν τής απονομής του ασυμβίβαστον διϋποκειμενικώς ανομοιομορφίαν, αδικαιολόγητον ανισότηταν και, εις ωρισμένας περιπτώσεις, ακατάλληλον και ασυμβίβαστον προς τον ρόλον και την αποστολήν των εμφάνισιν δικαστών και εισαγγελέων.

     Τής τηβέννου χρήζουσιν εξ ίσου, άλλως τε, οι Έλληνες δικηγόροι, διακρινόμενοι εν τη εκτελέσει τών καθηκόντων των καθ’ ωρισμένην αποδοκιμαστέαν αντίληψιν, κατά το πλείστον εν τοις ακροατηρίοις, εις «μεγάλους» και εις «μικρούς», εις «πλουσίους» και εις «πτωχούς», εις «καλαισθήτους» και εις «κακαισθήτους», εις «κομψούς» και «ακόμψους», ακόμη και εις «καλούς» και «εις κακούς» επί τη βάσει τής ενδύσεώς των, ενώ επ’ ακροατηρίω θα έδει να διακρίνονται αποκλειστικώς χάριν τής προφορικής διατυπώσεως, τής αποδεικτικής βάσεως, τής ελλόγου αιτιολογήσεως και τής επαγωγικής πειστικότητος τών επιχειρημάτων και τών προτάσεών των υπέρ τών διαδίκων εντολέων των.

     Ωρισμένοι εξ ημών, εμφανιζόμεθα εις τα ακροατήρια με τζίν (!), άνευ γραβάτας (!), με ανοικτόν υποκάμισον (!), αθλητικόν επανωφόρι (!), τελευταίως και με αθλητικήν φόρμαν, καλυπτομένη υπό επανωφορίου !

     Η εικών (εξ)αθλιώσεως πολλών συναδέλφων μας, πληττομένων εκ τού υπερμέτρου και προφανώς δυσαναλόγου ανά κάτοικον (και ανά υπόθεσιν) αριθμού μας (τον οποίον κανείς δε λέγει να συγκρατήση!) και εκ τής διακυμάνσεως τής δικηγορικής ύλης, ασυμβίβαστος καθ’ εαυτήν προς τάς παραδόσεις και την αξιοπρέπειαν τού ελληνικού δικηγορικού σώματος και προς την απονομήν της Δικαιοσύνης ής το κύρος αναγκαίως (συν)υποβαθμίζεται, επιτείνεται και επεκτείνεται εκ τού αριθμού εκείνων οι οποίοι, υπό το βάρος τής υφέσεως, δε δύνανται πλέον οικονομικώς να ενδύωνται καταλλήλως διά την εκτέλεσιν τών επ’ ακροατηρίω καθηκόντων των παρά μόνον σπανίως και περιστασιακώς. Αδικούνται δε προεχόντως όσοι, αν και επιστημονικώς δεν υστερούσιν καθ’ όλου, αντιθέτως δύνανται και να υπερτερούσιν άλλων συναδέλφων μας, φ α ί ν ο ν τ α ι έναντι τών συναδέλφων των, τών εντολέων των και τών δικαστηρίων λιγότερον ικανοί εξ αιτίας τής ενδύσεως και τής αναλόγου εικόνος των.

     Άπαντες οι δικηγόροι, διαφυλάσσοντες το κύρος και την τιμήν των και συμπληρούντες και ολοκληρούντες την εικόναν τής Δικαιοσύνης, θα έπρεπε, κατά το πρότυπο μεταξύ άλλων τού γαλλικού νόμου τής 31.12.1971 (αρ. 3), να «φορώσι κατά την επ’ ακροατηρίω εκτέλεσιν τών καθηκόντων των και την παράστασίν των παρά τοις συνεδριαζούσοις δημοσίως δικαστηρίοις, το ένδυμαν {: την τήβεννον} τού επαγγέλματός τους».

     Ο Γάλλος, Βρετανός, Γερμανός, Ιταλός, Ισπανός, Πορτογάλος, Αυστριακός, Βέλγος, Ολλανδός, Ελβετός κ.ά, ακόμη και ο Αλβανός και ο Τούρκος δικαστής, εισαγγελεύς, γραμματεύς τής ουσίας και δικηγόρος δεν είναι καλύτερος τού αντιστοίχου Έλληνος ∙ δια τί ο τελευταίος δε φέρει τήβεννον, εκτιθέμενος εις πάντα κακόβουλον ψίθυρον, δίδων την εντύπωσιν, ιδίως εις τούς διαδίκους και εις τούς δικηγόρους τών λοιπών κρατών - μελών τής Ευρωπαϊκής Ενώσεως, τού λαϊκού δικαστού, του (αν και επαγγελματίου δικαστού) μη διακρινομένου εξωτερικώς, εις τα μικτά δικαστήρια, από τών ενόρκων;

     Η εφαρμογή τού εδαφίου β’ τής παραγράφου 8 τού άρθρου 18 τού Κώδικος Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών, δι’ ήν μέχρι στιγμής δε φαίνεται ενδιαφέρον, δύναται (και οφείλει) να εξαλείψη άπαντα τα παραπάνω άτοπα εις τάς δημόσιας δικαστικάς συνεδριάσεις.

Top