Προφυλάκισις : η ευρηματικότης τού Έλληνος νομοθέτου και αι περιπέτειαι τού άρθρου 283 τού Κώδικος Ποινικής Δικονομίας.

Corruptisima re publica plurimai leges (Τάκιτος, Χρονικά ΙΙΙ, 27) : Πλείστοι νόμοι εις τήν διεφθαρμένην Πολιτείαν. Από τής ενάρξεως τής ισχύος τού νόμου 1493 τής 17ης Αυγούστου τού έτους 1950 «Περί κυρώσεως τού Κώδικος Ποινικής Δικονομίας», η συχνότης (και η ποιότης) τών τροποποιήσεών του παρουσιάζεται ανάλογος τής (δια)φθοράς τών τροποποιούντων τον. Πολυνομία και κακονομία. Όψεις προϊούσης ανομίας. Χαρακτηριστική η τής παραγράφου 1 τού άρθρου 283, περί τού εντάλματος προσωρινής κρατήσεως (ειλικρινέστερον : π ρ ο φ υ λ α κ ί σ ε ω ς), περίπτωσις. Μέχρι τής ενάρξεως τής ισχύος τού νόμου 1128 τής 10.2.1981, «Περί προσωρινής κρατήσεως και άλλων τινών διατάξεων», προέβλεπεν, επί πλείονα τών τριάκοντα ετών, ότι ο Ανακριτής ηδύνατο, αμέσως μετά από τήν απολογίαν τού κατηγορουμένου, να εκδώση εναντίον του ένταλμα προφυλακίσεως, ή να τόν απολύση, αφ’ ού προηγουμένως λάβη τήν έ γ γ ρ α φ ο ν γνώμην τού Εισαγγελέως. Εν διαφωνία των, περί τής προφυλακίσεως ή μη, απεφαίνετο τό δικαστικόν συμβούλιον, δηλονότι, πλην τών περιπτώσεων τού άρθρου 29 τού αυτού Κώδικος, τό Συμβούλιον τών Πλημμελειοδικών.

Διά τού ρηξικελεύθου νόμου 1128/1981, ο Ανακριτής, εάν δεν έκρινεν ότι ο κατηγορούμενος έπρεπε ν’ αφεθή ελεύθερος, απέκτησεν, ως γνωστόν, τό δικαίωμα (και τήν υποχρέωσιν), εκδόσεως, αντ’ εντάλματος προφυλακίσεως (ωνομασθείσης «προσωρινής κρατήσεως» κατ’ εισδοχήν και μετάφρασιν τής γαλλικής «detention provisoire» τού νόμου 70-643 τής 17ης Ιουλίου τού έτους 1970), διατάξεως επιβολής περιοριστικών «ή άλλων» όρων «αφού προηγουμένως και εν πάση περιπτώσει, λάβη τήν έγγραφον σύμφωνον γνώμην τού εισαγγελέως» (ως τε, παρ’ ημίν, να συμβαίνει έκτοτε το εξής νομικώς curiosum : ο δ ι ώ κ ω ν και ο α ν α κ ρ ί ν ω ν τόν κατηγορούμενον, εκάτερος με διάφορον έργον και λειτουργίαν, να συναποφασίζουσι περί τής τύχης του μετά από τήν απολογίαν του μ ό ν ο ν ενώπιον τού δευτέρου ∙ ζήτημα με τό οποίο θα ήξιζε ν’ ασχοληθή κανείς με άλλην ευκαιρίαν).

Δέκα έτη αργότερον, ο Ανακριτής υπεχρεώθη, διά τού άρθρου 10 παράγραφος 5 τού νόμου 1941/1991, και αύθις υπέρ τού κατηγορουμένου, να εκδίδει ένταλμα προσωρινής κρατήσεως ειδικώς και εμπεριστατωμένως ητιολογημένον, ως επεβάλλετο πρωτίστως υπό τού Συντάγματος τού έτους 1975 (αρ. 93 παρ. 3), εφ’ όσον και τό ένταλμα αποτελεί «δικαστική απόφασι», αλλά και υπό τού άρθρου 139 τού ιδίου Κώδικος. Παρ’ ότι η σωστή απαίτησις τού νομοθέτου δεν ηύρε σωστήν ανταπόκρισιν (: τό προδιατυπωμένον έντυπον τού εντάλματος συμπληρούται ιδιοχείρως υπό τού Ανακριτού διά μιας ή δύο τό πολύ φράσεων, συνιστωσών και τούτων επανάληψιν επί τό πλείστον τής διατυπώσεως κάποιας εκ τών ειδικών προϋποθέσεων επιβολής προσωρινής κρατήσεως τής παραγράφου 3 τού άρθρου 282 τού ιδίου Κώδικος), η τροποποίησις τής παραγράφου 1 τού άρθρου 283 υπήρξεν ασφαλώς αξιέπαινος, αν και κατά τήν άποψί μας καθυστερημένη κατά τουλάχιστον δέκα πέντε έτη από τής ψηφίσεως τού ισχύοντος Συντάγματος.

Μετά από τρία έτη, διά τροπολογίας (!) εις τό σχέδιον τού νόμου 2207/1994 (αρ. 2 παρ. 2), προσετέθη δεύτερον εδάφιον καθ’ ό «Ο Εισαγγελέας, πριν εκφράσει τη γνώμη του, υποχρεούται να ακούσει τον κατηγορούμενο και τόν συνήγορό του.» - εν είδει mini απολογίας θα ηδύνατο να πή κανείς - ως τε ο Εισαγγελεύς (καλούμενος «γνωμοδοτήσεων») να γνωμοδοτεί μετά (πράγματι ή υποτιθεμένως) λόγου. Προηγουμένως, βεβαίως, έχει ακούσει κατ’ ιδίαν τόν Ανακριτήν, ο οποίος τού παραδίδει τήν δικογραφίαν, τήν οποίαν, έως και εκείνην τήν στιγμήν, δεν έχει συνήθως ιδεί. Τουτέστιν : όταν ακούει (εντελώς συνοπτικώς) τού κατηγορουμένου (περισσότερον : τού συνηγόρου του), αγνοεί κατά τό πλείστον τά στοιχεία τής δικογραφίας (και τής πράξεως τής κατηγορίας), συνεπώς και τήν αξίαν των, ενημερωθείς περιληπτικώς περί τούτων υπό τού Ανακριτού, και δεν γνωρίζει καθ’ όλου τήν επιχειρηματολογίαν και τάς αποδεικτικάς προτάσεις τής υπερασπίσεως, συνοψιστέας μόνον προφορικώς και, κατά τό δυνατόν, εντός συνήθως πέντε ή δέκα λεπτών τής ώρας.

Ως τόσον, εξαιρουμένης, κατά τήν γνώμη μας, τής περί σ υ μ φ ώ ν ο υ  γνώμης τού Εισαγγελέως, αι λοιπαί ως άνω πρωτοβουλίαι τού νομοθέτου, ληφθείσαι εντός διαστήματος τεσσαράκοντα τριών ετών και πλέον από τής ενάρξεως τής ισχύος τού Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, εισίν ορθαί, ως (επι)πρόσθετα δικαιώματα τής υπερασπίσεως τού ευρισκομένου προ τού ενδεχομένου τής φυλακίσεώς του κατηγορουμένου, παρ’ ότι τεκμαιρομένου αθώου, υπό τάς αυτάς ως και διά τούς καταδίκους συνθήκας, πριν καν από τήν παραπομπήν του, διαρκούσης τής κυρίας ανακρίσεως, η εξέλιξις τής οποίας δεν αποκλείεται να επιβάλλει και ν’ απολήξη και εις τήν έκδοσιν απαλλακτικού βουλεύματος ή βουλεύματος παραπέμποντός τον μεν αλλά διά πράξιν μη δικαιολογούσαν, εν συνδυασμώ προς τήν προσωπικότητάν του και τάς λοιπάς ατομικάς, οικογενειακάς, επαγγελματικάς, οικονομικάς και κοινωνικάς περιστάσεις, τήν προσωρινήν του κράτησιν.

Έως εδώ, λοιπόν, καλώς. Αι παλινωδίαι τού νομοθέτου, εξικνούμεναι δυστυχώς μέχρι τού σημείου τής εντελούς προχειρότητος και εν τέλει τής γελοιοποιήσεώς του, άρχονται κατόπιν. Εις πρώτην φάσιν, δέκα οκτώ έτη αργότερον, διά της παραγράφου 2 τού άρθρου 31 τού (υποτίθεται επίσης ρηξικελεύθου) νόμου 4055 τής 12.3.2012. Διά λόγους, φαίνεται, υπηρεσιακής αδυναμίας (!) συγκλήσεως, συνεδριάσεως και αποφάνσεως τού Συμβουλίου τών Πλημμελειοδικών, μόνου αρμοδίου διαρκούσης τής ανακρίσεως κατά τό άρθρον 307 τού Κ.Π.Δ., μετά από τήν απολογίαν κατηγορουμένου τινός, επί τής τυχόν διαφωνίας Ανακριτού - Εισαγγελέως περί τής προσωρινής του κρατήσεως, προεβλέφθη ότι αρμόδιο ν’ αποφανθή σχετικώς, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τής απολογίας, είναι τό Τριμελές Πλημμελειοδικείον {σημ. : συνεπώς τό Αυτόφωρον}, «το οποίο συνεδριάζει ως συμβούλιο και αποφασίζει, αφού ακούσει τον εισαγγελέα και τον κατηγορούμενο…» και ότι ο Ανακριτής «υποχρεούται να εκδώσει αμέσως ένταλμα σύλληψης του κατηγορούμενου, το οποίο ισχύει μέχρι την έκδοση τής απόφασης του πιο πάνω δικαστηρίου.». Πέραν τού ότι, τό δικαστήριον, συνεδριάζον και αποφαινόμενον εν συμβουλίω, δεν εκδίδει απόφασιν αλλά βούλευμα, δεν θα ήτο προτιμώτερο ν’ αφεθή η διάταξις, κατά τούτον, εις τήν ησυχίαν της και να εσυνεδρίαζεν τό ίδιο τό αρμόδιον δικαστικόν συμβούλιον και ν’ απεφαίνετο μετά από ακρόασιν τού εισαγγελέως, τού κατηγορουμένου και τού συνηγόρου του, κατά τό πρότυπον τού άρθρου 287 τού αυτού Κώδικος - ως ίσχυεν πριν από τάς ατυχείς τροποποιήσεις του διά τού ιδίου νόμου - αντί, ένεκα τού παραπάνω ξένου προς τήν ποινικήν δικονομίαν λόγου, τής (παρ)εισαγωγής (ως…συμβουλίου) τού δικαστηρίου της επ’ ακροατηρίω διαδικασίας εις τήν προδικασίαν ;

Μόλις δύο έτη αργότερον, μεσολαβήσαντος τού σωστού άρθρου 2 παράγραφος Ε υποπαράγραφος 2 τού νόμου 4205/6.1.2013 περί τής δυνατότητος τού Ανακριτού να εκδίδει, προ και αντί τής εκδόσεως εντάλματος προσωρινής κρατήσεως, και διάταξιν επιβολής κατ’ οίκον ηλεκτρονικώς επιτηρουμένου περιορισμού τού κατηγορουμένου, τό Τριμελές δικαστήριον (Πλημμελειοδικείον ή Εφετείον, εάν η ανάκρισις ενηργείτο κατά τό άρθρον 29 τού Κ.Π.Δ.) ως συμβούλιον επανεγένετο, διά τής παραγράφου 2 τού άρθρου 41 τού νόμου 4264/15.5.2014, «το δικαστικό συμβούλιο», και ο Ανακριτής, αντί τής υποχρεωτικής εκδόσεως εντάλματος συλλήψεως τού κατηγορουμένου, έπρεπε τώρα να εκδώση διάταξιν κατ’ οίκον περιορισμού του, αφαιρέσεως τού διαβατηρίου του ή άλλου ισοδυνάμου ταξιδιωτικού εγγράφου και απαγορεύσεως εξόδου του εκ τής χώρας.

Με μιαν διαφοράν : ο νομοθέτης τής τελευταίας διατάξεως εξέχασεν κυριολεκτικώς και παρέλειψεν, κατά τήν νέαν αντικατάστασιν τής παραγράφου 1 τού άρθρου 283 τού Κ.Π.Δ., να προβλέψη, μες τήν βιασύνην και τήν απαράμιλλον προχειρότηταν και ανεπάρκειάν του, ό, τι είχεν προβλέψει προ είκοσι ετών, υπό τήν μορφήν ενός επί πλέον, δευτέρου εδαφίου της : «Ο Εισαγγελέας, πριν εκφράσει τη γνώμη του, υποχρεούται να ακούσει τον κατηγορούμενο και τον συνήγορό του.» !

Τό εθυμήθη και τό προσέθεσεν κυριολεκτικώς επί λέξει δύο μήνας αργότερον, διά τής παραγράφου 4 τού άρθρου 7 τού νόμου 4274/14.7.2014, ως τε, επί δίμηνον, μια κατάκτησις τού κατηγορουμένου και τής υπερασπίσεώς του, δι’ ήν είχον νομοθετικώς χρειαστεί περισσότερα από 43 έτη (!), να αδρανήση, και ο Εισαγγελεύς να μην υπεχρεούτο (ανεξαρτήτως τού εάν, προς τιμήν του, τό έπραττεν), να ακούει, πριν από τήν γνωμοδότησίν του προς τόν Ανακριτήν, τού κατηγορουμένου και τού συνηγόρου του !

Αβλεψία ή παραδρομή θα πή κανείς..ή ενσυνείδητος, εμπρόθετος (και σκόπιμος, ίσως δι’ έναν κύκλον ποινικών υποθέσεων τής συγκυρίας και τής στιγμής) εισαγγελική χειραφέτησις ; Ποιος ξέρει..

Συμπτώματα νομοθετικής (και δη υποτιθεμένης ποινικής δικονομικής) παρακμής τελικού σταδίου.

ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΑΛΦΑΝΤΑΚΗΣ

Top