«Ε π ι χ ε ί ρ η σ ι ς π ο λ ι τ ι σ μ ό ς»
Η πολιτική δεν είναι παρά εν μέσον. Σκοπός είναι ο πολιτισμός. Οι ερυθροφρουροί τού πρωθυπουργού, οι οποίοι πριν, κατά τήν διάρκειαν και μετά από τό τέλος τής ομιλίας του εν τώ Αλεξανδρείω Μελάθρω (14.12.2018) αντεποιήθησαν με ερυθρά περιβραχιόνια τήν άσκησιν αστυνομικής υπηρεσίας, εμιμήθησαν, εις πρώιμον επί τού παρόντος στάδιον, τούς διαβοήτους ερυθροφρουρούς τού Μάο Τσε Τούγκ κατά τήν περίοδον τής Πολιτιστικής Επαναστάσεως (1966-1976).
Οι «υπερασπισταί τής ερυθράς εξουσίας», προερχόμενοι απαρεγκλίτως εκ τών πέντε «αγνών τάξεων» (αγρόται, εργάται, στρατιώται, στελέχη τού κομμουνιστικού κόμματος και «μάρτυρες τής επαναστάσεως»), αλλά και εκ τής αστικής τάξεως, εάν τήν είχον αποδεδειγμένως «απορρίψει», έκλεισαν επ’ αόριστον σχολεία και πανεπιστήμια και ανέλαβον να καταδιώξωσι τά «τέσσαρα παλαιά» : τόν παλαιόν πολιτισμόν, τάς παλαιάς παραδόσεις, τά παλαιά ήθη και τά παλαιά έθιμα. Οι μαθηταί και οι φοιτηταί με τά ερυθρά περιβραχιόνια επετέθησαν εναντίον παντός «αστού εχθρού». Εξηυτέλισαν πρώτους τούς δασκάλους τών σχολείων και τούς καθηγητάς τών πανεπιστημίων, τούς οποίους περιέφερον υπό τόν τίτλον «Είμαι διανοούμενος, εχθρός τού κόμματος.». Εφόνευσαν, εβασάνισαν, εις αρκετάς περιπτώσεις μέχρι θανάτου, έδειραν και εξύβρισαν εκατομμύρια «αντιδραστικών», ακόμη και τούς γονείς των. Διεπόμπευσαν «διανοουμένους» μέχρις αυτοκτονίας. Εισήλθον παρανόμως εις κατοικίας χιλιάδων «υπόπτων ταξικών εχθρών» προς αναζήτησιν «αποδεικτικών στοιχείων», ήτοι πραγμάτων «δυτικής» προελεύσεως ή επιδράσεως. Διεξήγαγον δημοσίας «δίκας», καθ’ άς οι «κατηγορούμενοι» εταπεινούντο φέροντες πινακίδας τών «εγκλημάτων» των. Εξετέλεσαν εις τάς παρυφάς τών πόλεων πολλούς εκ τών κριθέντων «ενόχων» αντιθέσεως προς τό κόμμα. Υπεχρέωσαν ιατρούς και νοσοκόμους να επιγράφονται δημοσίως «Αντιδραστικός διανοούμενος» και «Σκυλάκι της μπουρζουαζίας». Έκαυσαν βιβλία με υποτιθέμενον αντεπαναστατικόν περιεχόμενον. Απηγόρευσαν έργα τέχνης μη εικονίζοντα τόν Μάο. Έστράφησαν κατά πάσης θρησκείας και κατά παντός θρησκευτικού συμβόλου και κατέστρεψαν ιερούς ναούς, αρχαία και νεώτερα πολιτιστικά μνημεία, μουσεία και παραδοσιακά εμπορικά καταστήματα. Η Κινεζική παράδοσις, τά Κινεζικά ήθη και έθιμα, η Κινεζική ψυχή, εκινδύνευσαν με αφανισμόν. Έν τέλει, ένδεκα εκατομμύρια ερυθροφρουρών και δέκα έτη χάους είχον ως αποτέλεσμα τόν διωγμόν εκατόν εκατομμυρίων Κινέζων και, εκτός τής δολοφονίας τού Κινεζικού πολιτισμού, τήν δολοφονίαν τουλάχιστον επτά εκατομμυρίων.
Φαινομενικώς, οι ερυθροφρουροί τού ΣΥ.ΡΙΖ.Α. δεν έφθασαν ακόμη εκεί. Τό «κόκκινο βιβλιαράκι» όμως εξακολουθεί να διαβάζεται. Ο πρωθυπουργός επικαλείται και προσπαθεί να μιμηθή τόν Μάο. Τόν Ιούλιον τού έτους 2016, επιστρέφων από τής Κίνας, ερωτηθείς επί τών πρώτων αντιδράσεων τής αντιπολιτεύσεως μετά από τήν εξαγγελίαν τροποποιήσεως τού εκλογικού νόμου, επεστράτευσε φράσιν τού Μάο : «Μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση !». Τήν παραμονήν τής Πρωτοχρονιάς τού αυτού έτους, εδήλωσεν ότι «..φιλοδοξούμε το 2017 να είναι…η χρονιά που η χώρα μας θα κάνει το μεγάλο άλμα προς τά μπροστά…», ανασύρας εκ τού μαοϊκού αρχείου του τό «Μεγάλο Άλμα Προς τά Εμπρός» (1958-1962), τό απολήξαν εις τόν Μέγαν Κινεζικόν Λιμόν και εις μίαν εκ τών πλέον θανατηφόρων περιπτώσεων μαζικής δολοφονίας τής ανθρωπίνης ιστορίας (55 εκατομμύρια νεκρών). Παλαιότερον, τό 2008, έλεγεν εις τό μαθητικόν περιοδικόν «Schooligans» ότι «..η σκέψη του Μάο σε πολλά σημεία αξίζει..», ότι «..Ο Μάο εκτιμούσε ότι ο αυτό που κάνει είναι ένα βήμα προς τη σοσιαλιστική κοινωνία. Και πίστευε ότι ο σκοπός αγιάζει τά μέσα. Αλλά ο σκοπός του, η πρόθεσή του ήταν καλή..» και ότι «..η σκέψη πίσω από την Πολιτιστική Επανάσταση του Μάο είναι ότι πρέπει συνεχώς να αμφισβητούμε τις δομές και τη νομενκλατούρα, ακόμα και όταν είμαστε μέσα στην επαναστατική διαδικασία. Αυτή είναι μια σημαντική σκέψη..» (ίδετε άρθρον Π. Μανδραβέλη εις φύλλον εφημερίδος «Η Καθημερινή» τής 3.1.2017 υπό τίτλον «Μεγάλη άγνοια, θαυμάσια κατάσταση»). Δήλον καθίσταται ότι η σκέψις τού πρωθυπουργού, πριν αλλά και μετά από τό ραντεβού του με τήν Ελληνικήν Ιστορίαν (2015), επιμένει να αιωρείται μεταξύ τών πειραμάτων και τών θηριωδιών τής μαοϊκής εκδοχής τού κομμουνισμού.
Οίτινες νομίζουσιν ότι η αντιπαράθεσις είναι οικονομική πλανώνται πλάνην οικτράν. Διαρκούσης τής Μεγάλης Ελληνικής Υφέσεως, η οποία εξακολουθεί και μάλλον θα εξακολουθήση, ό, τι εζητήθη υπό τών δανειστών τής Ελλάδος δεν εψηφίσθη μόνον μεταξύ τών ετών 2010 και 2014 αλλά και από τού έτους 2015 έως σήμερον. Ο αγών δεν γίγνεται διά τήν οικονομίαν, γίγνεται διά τήν ιδεολογίαν. Και διεξάγεται καθημερινώς. Ο «Μεγάλος Τιμονιέρης» έλεγεν ότι «οφείλουμε να κατανοήσωμεν ότι η απόσπασις μιας τέτοιας {πολιτισμικής} νίκης έχει πρωταρχικήν σημασίαν και πολύ μεγαλυτέραν αξίαν από τήν απόσπασι μιας προσωρινής στρατιωτικής νίκης.». Και ο Μπακούνιν ότι «Η επανάστασις αγιάζει τό παν.». Οι κομμουνισταί, μετά από τήν επιτυχίαν τής «επιχειρήσεως εξουσία», καταληφθείσης με διαβεβαιώσεις ψευδείς εν γνώσει τής αναληθείας αλλά και τού ανεφίκτου των (τού τύπου : «Ο εν.φ.ι.α. είναι παράλογος φόρος, δεν διορθώνεται, καταργείται.»), με συστηματική συνθηματολογική λεξιθηρία (τού τύπου : «Go back Mrs Merkel.») και με προειλημμένην απόφασιν διαψεύσεως και ματαιώσεως όλων ανεξαιρέτως τών υπεσχημένων, απεδύθησαν εις τήν «επιχείρησιν πολιτισμός», η οποία ευρίσκεται εν εξελίξει. Η ιδεολογική επίθεσις στρέφεται «κατά παντός υπευθύνου». Κατά τής Γλώσσης, κατά τής Ιστορίας, κατά τής Εκκλησίας, κατά τής Οικογενείας, κατά τής Παραδόσεως, κατά τών Εθίμων, κατά τής Εκπαιδεύσεως, κατά τών Συμβόλων, αλλά και κατά τού Κράτους, τής δημοσίας τάξεως και ασφαλείας, τής ζωής, τής σωματικής ακεραιότητος. Πρώτος στόχος, τά δημόσια ήθη, η στάσις έναντι τών αξιών και τών θεσμών. Πρώτο θύμα, η ε υ π ρ έ π ε ι α. Τό Κοινοβούλιον, τό Προεδρικόν Μέγαρον, τό Μέγαρον Μαξίμου, αλλά και η δημοσία και η ιδιωτική τηλεόρασις, αιφνιδιάσθησαν και εξεπλάγησαν από ενδύματα, υποδήματα, χρώματα και εξαρτήματα μελών τού κομματικού και κυβερνητικού μηχανισμού, τά οποία θα είχον θέσιν εις τό πεζοδρόμιον, τό γήπεδον, τήν παραλίαν. Μεταξύ αυτών η έλλειψις λαιμοδέτου. Τό ανοικτόν υποκάμισον όμως ωδήγησεν αναγκαίως εις τό «τζιν», συντόμως υπεβιβάσθη εις «κοντομάνικο», ακολούθως συνωδεύθη από αθλητικά υποδήματα και κατέληξεν εις πέδιλα – πάντα ταύτα εντός τού Κοινοβουλίου αλλά και εντός τού Προεδρικού Μεγάρου. Ο κοινοβουλευτισμός απέκτησεν εικόναν ανάλογον τής ηθικής, πολιτικής (και γλωσσικής) εκπτώσεώς του, η αξία τής οποίας, παρά τήν χυδαιότητά της, είναι αναμφισβήτητος : συμβολίζει μίαν όψιν τής «επαναστατικής διαδικασίας», κατά τήν κομμουνιστικήν ορολογίαν, μαζικής μεταβολής, ομοιομορφοποιήσεως, αγελοποιήσεως και υποβαθμίσεως τών ανθρώπων ως ατόμων και ως μελών τού κοινωνικού συνόλου. Με τό ερώτημα εάν η Προεδρία τής Δημοκρατίας ειδικώτερον θα έπρεπε να είχεν ενδώσει, με την παράλειψίν της να θέση εν ανυποχώρητον αισθητικόν minimum, και με τήν σημασίαν της, θα ήξιζε ν’ ασχοληθή κανείς με άλλην ευκαιρίαν.
Επόμενο θύμα τής υπονομεύσεως, η γ λ ώ σ σ α. Δεν εννοούμε μόνον τήν αγοραίαν, απελπιστικήν, ετοιμόρροπον έκφρασίν της εντός και εκτός τού Κοινοβουλίου, τόν δημόσιον εκβαρβαρισμόν της. Εννοούμε τόν γλωσσικόν ολοκληρωτισμόν τού ΣΥ.ΡΙΖ.Α. . Η σύνταξις τού ονόματος «Γιάννης» με εν «ν» επεβλήθη και διεδόθη ως δείγμα υποτίθεται χειραφετήσεως, απελευθερώσεως από γλωσσικούς κανόνας, οι οποίοι δεν χρειάζονται εις μιαν κοινωνίαν μετασχηματιζομένην. Τό λάθος υπεθάλπη, υιοθετήθη, επανελήφθη και εδιδάχθη και από τής τηλεοράσεως και τού τύπου, εντύπου και ηλεκτρονικού. Και επεκράτησεν. Αυτάρκεις δημοσιογράφοι ενέδοσαν. Ακόμη αναγιγνώσκομε «Γιάνης {sic} Baρουφάκης». Και οι Έλληνες έκτοτε έμαθον ότι δικαιούνται και δύνανται να μην πειθαρχώσιν εις τήν γλώσσαν αλλ’ η γλώσσα να πειθαρχή εις αυτούς.
Εις τήν αδιάλειπτον επικοινωνίαν τού ΣΥ.ΡΙΖ.Α. με τόν λαόν, χρησιμοποιούνται λέξεις πτωχαί, αποψιλωμέναι, απονευρωμέναι, αι οποίαι ακολούθως δυναμιτίζονται, συνθηματοποιούνται και ρίπτονται επί τών Ελλήνων όχι δια να φωτίσωσιν αλλά δια ν’ ανάψωσι φωτιάν. Τό κόμμα αυτό, τό οποίο συνειδητοποιεί τήν ύπαρξίν του εκ τής υπάρξεως «εχθρών» (η δεξιά, τό κεφάλαιον, η εκκλησία, ο γάμος, η οικογένεια, η δικαιοσύνη, οι νικηταί τού λεγομένου «Εμφυλίου Πολέμου» κλπ.), ως άλλως τε και τό ΠΑ.ΣΟ.Κ. τής δεκαετίας τού ΄80, ικανοποιεί τήν μισαλλοδοξίαν του και βεβαιοί τήν επαναστατικήν ορθοδοξίαν του με μιαν ακατάσχετον ακυρολογίαν. Διά τό δημαγωγικόν του επιτελείον, η βαρβαρική προφορά, η ανύπαρκτος φθογγολογική αγωγή, ο εντυπωσιοθηρικός παρατονισμός, η δραματική ορθοέπεια, οι σολοικισμοί, η παραβίασις και τού τυπικού, η καταρρέουσα σύνταξις, εντός και εκτός τού Κοινοβουλίου, δεν έχουσι σημασίαν. Σημασίαν έχει η προσπάθεια διαμορφώσεως κομμουνιστικής συνειδήσεως. «Λόγια, λόγια, λόγια» με δεκανίκια, όλα κομμένα και ραμμένα εις τό «πρόγραμμα» τού κόμματος, ό λ α με σκοπόν τήν ολοκλήρωσιν τής διαστροφής τών ηθών, η οποία συνεχίζεται, τήν ηθικήν χαλάρωσιν τών πολιτών, τήν καθολικήν άρνησιν τών παραδεδομένων αρετών, τήν εγκαθίδρυσιν επαλλήλων ιεραρχιών, τήν επικράτησι νέας κλίμακος αξιών, αντιθέτου τής κρατούσης.
Ο κίνδυνος δεν είναι αμελητέος. Η ηθική σήψις εξαπλούται. Η πνευματική αντίστασις τών πολιτών εξαντλείται. Η υπονόμευσις διεισέδυσεν ελαύνουσα εις όλους τούς ι δ ε ο λ ο γ ι κ ο ύ ς μ η χ α ν ι σ μ ο ύ ς. Κατατρώγει τό σχολείον. Διαβιβρώσκει τό πανεπιστήμιον. Ιδιοποιήθη τήν δημοσίαν ραδιοφωνίαν και τηλεόρασιν. Επιχειρεί να καθυποτάξη τήν ιδιωτικήν. Καταδιώκει τήν Εκκλησίαν. Καταστρέφει τήν Οικογένειαν, τό ανθεκτικότερον κύτταρον τής Ελληνικής κοινωνίας, τό οποίον τείνει να εξαλλαχθή. Αντί, ως επιτάσσει τό άρθρον 21 παράγραφος 1 τού Συντάγματος, η Οικογένεια να τελεί υπό τήν προστασίαν τού Κράτους, τελεί υπό τόν διωγμόν του. Οικογένειαι πολύτεκνοι απολαύουσιν, αντί ειδικής κρατικής φροντίδος, ειδικής κρατικής αδιαφορίας. Τήν απεγκληματοποίησιν τής μοιχείας και τής αμβλώσεως διεδέχθη ο πολιτικός γάμος, η εξομοίωσις τέκνων γεγεννημένων εν γάμω με τέκνα γεγεννημένα εκτός γάμου, τό συναινετικόν διαζύγιον, η σύντμησίς του, η περαιτέρω διευχέρανσίς του, ο αντισυνταγματικός υποβιβασμός του εις συμβολαιογραφικόν έγγραφον, το σύμφωνον συμβιώσεως μεταξύ ανδρός και γυναικός, τό σύμφωνον συμβιώσεως και προσεχώς η «τεκνοθεσία» (ως εάν ο όρος «υιοθεσία» να μην συμπεριελάμβανεν αυτονοήτως τά θήλεα) ομοφύλων.
Ανεγνώσαμε «τέλος τά θρησκευτικά από τά σχολεία». Ακολούθως ότι αντικαθίστανται τά «παλαιά» θρησκευτικά βιβλία. Ακούομε περί «εκκλησιαστικής περιουσίας» και περί «διαχωρισμού κράτους και εκκλησίας». Μόλις εδιαβάσαμε και ότι, «μετά από επανακαταμέτρηση τών ψήφων», 151 βουλευταί, κομμουνισταί και συνοδοιπόροι των, εψήφισαν υπέρ τής αναθεωρήσεως τού άρθρου 3 τού Συντάγματος υπό τής επομένης Βουλής ως αναθεωρητικής. Η απωτέρα επιδίωξις τών αθέων κομμουνιστών, εις ούς ασφαλώς καταλέγεται πρώτος ο πρωθυπουργός, είναι ο κλονισμός και η αποδυνάμωσις τής π ί σ τ ε ω ς τών Ελλήνων και η μετατροπή της, με κριτήρια μαρξιστικά - λενινιστικά αλλά και, παραδόξως, μαοϊκά, εις πίστιν εις τό κόμμα και τήν ιδεολογίαν του, ως τε η Εκκλησία να παύση επί τέλους ν’ αποτελεί εμπόδιον εις τήν πορείαν του προς τόν λαόν και εις τήν απόπειραν ολοκληρωτικής επιβολής του. Η οικονομική εξόντωσις και ο νοσφισμός τής περιουσίας τής Ορθοδόξου Εκκλησίας τής Ελλάδος είναι απλώς εν εκ τών μέσων.
Η εξαγγελθείσα «εξυγίανση τού τηλεοπτικού τοπίου», η απόπειρα επιβολής εις τήν ιδιωτικήν τηλεόρασιν «κανόνων» αντισυνταγματικών, γενομένη υπό προσώπων επί τό πλείστον αμετόχων τού δημοσιογραφικού λειτουργήματος, αληθώς κατέτεινεν εις τόν καταναγκαστικόν μετασχηματισμόν μεγάλων ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών «εχθρικών» προς τόν κομματικόν και κυβερνητικόν μηχανισμόν εις ό, τι κατήντησεν από μακρού χρόνου ο εθνικός πομπός και, από τού έτους 2015, ο τηλεοπτικός δίαυλος τής Βουλής. Αντέστησαν όμως δικασταί όρθιοι, φύλακες και εφαρμοσταί τού Συντάγματος και τών νόμων, κηρύξαντες τάς σχετικάς διατάξεις αντισυνταγματικάς και ανεφαρμόστους.
Από τά σχολικά εγχειρίδια, εις τά οποία επεβλήθη και επεκράτησεν η πτωχοτέρα εκδοχή τής πλουσιωτέρας γλώσσης τού κόσμου, αφαιρούνται ή διαστρέφονται ή συντέμνονται αι σπουδαιότεραι περίοδοι τού Ελληνισμού : οι Περσικοί Πόλεμοι (ή Μηδικά), η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ο Ιερός Αγών τών ετών 1821 - 1830, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και οι αληθείς συντελεσταί των, η περίοδος τών ετών 1936 - 1941, η περίοδος τών ετών 1942 - 1949 κλπ. . Όλοι διαβάζομε (και όλοι νομίζουσιν) ότι τά Τ.Ε.Ι. γίγνονται Α.Ε.Ι., εν ώ αληθώς συμβαίνει τό αντίθετον : τά Α.Ε.Ι. γίγνονται Τ.Ε.Ι. . Τό πανεπιστήμιον διώκεται. Η έκπτωσίς του, αρξαμένη με τήν αντισυνταγματικήν εκδίωξιν ικανών πανεπιστημιακών ως «χουντικών» τό 1975, συνεχισθείσα με τόν νόμον-πλαίσιο τού 1982, εξακολουθήσασα με απεργίας τού διδακτικού, επιστημονικού και διοικητικού προσωπικού του αδικαιολογήτους και με καταλήψεις του διαρκείς και αξιοποίνους, φαίνεται να λαμβάνει μορφήν οριστικήν : η κυρίευσίς του σκοπείται διά ραγδαίας υπονομεύσεώς του.
Και έπειτα, η εγκαθίδρυσις τού τ ρ ό μ ο υ. Η απόπειρα λειτουργικής αναπληρώσεως τού κράτους. Η προσπάθεια υποκαταστήσεως τής αστυνομίας. Η αναγκαία συμπλήρωσις και ολοκλήρωσις τής «επαναστατικής διαδικασίας» διά τής β ί α ς. Καθημεριναί κατασκευαί, ρίψεις και εκρήξεις βομβών και απόπειραι δολοφονίας αστυνομικών, διακεκριμέναι φθοραί και καταστροφαί δημοσίων και ιδιωτικών καταστημάτων, εμπρησμοί και καταστροφαί δημοσίων και ιδιωτικών μέσων μεταφοράς ασύλληπτοι εν γνώσει τής ταυτότητος και τής επικινδυνότητος τών δραστών των. «Άβατον» και «πολιτοφυλακή» Εξαρχείων και «συλλήψεις» διακινητών ναρκωτικών και άλλων εγκληματιών, αληθών ή υποτιθεμένων. Νέαι τρομοκρατικαί οργανώσεις. Νέαι τρομοκρατικαί απόπειραι ανθρωποκτονιών, ακόμη και εναντίον τέως πρωθυπουργού. Νέαι τρομοκρατικαί εκρήξεις βομβών, τελευταίως και έμπροσθεν ιερών ναών. Αυτόκλητοι ένοπλοι συμμορίαι, «τιμωροί» υποτίθεται τής διαφθοράς και τού εγκλήματος, απαρτιζόμεναι υπό πλειόνων ηνωμένων προς διάπραξιν απροσδιορίστου αριθμού κακουργημάτων και πλημμελημάτων, γνωστών εις τήν αστυνομίαν, εισβάλλουσιν εις πρεσβείας, υπουργεία, δημόσια νοσοκομεία, δημοτικά καταστήματα, ήδη και εις ιερούς ναούς διαρκούσης τής ιερουργίας, επιτίθενται δε κατά δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων, τραπεζών και εμπορικών καταστημάτων όχι προς εκτόνωσιν τής εγκληματικής διαθέσεως τών μελών των αλλά προς αντίδρασιν και επίδρασιν εις τήν εξωτερικήν πολιτικήν, επιρροήν εις τήν εσωτερικήν πολιτικήν, αντιποίησιν αστυνομικής, εισαγγελικής και δικαστικής υπηρεσίας. Και, διά να εξαναγκαστή να μην διαδραματίση η Δικαιοσύνη τόν ρόλον της, εκρήξεις βομβών και απόπειραι δολοφονίας προβεβλημένων Εισαγγελέων και Δικαστών προς εκφοβισμόν τών υπολοίπων, μαζί με ενόπλους ομαδικάς εισβολάς και επιθέσεις κατά δικαστικών μεγάρων.
Τά παραπάνω δεν θυμίζουσιν απλώς Μάο, είναι Μάο. Ο πόλεμος είναι ιδεολογικός. Η μεγάλη μάχη θα δοθή επί τού πολιτισμικού πεδίου.
Εδημοσιεύθη εις εφημερίδαν Ελεύθερος Κόσμος
Σπυρίδων Αλφαντάκης
Δ.Ν., Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω