Γεννηθείς στην Αθήνα το 1977, εσπούδασε νομικά στα πανεπιστήμια Αθηνών και Σορβόννης. Το 2001, μετά από εξετάσεις για την άδεια δικηγορίας, διωρίσθη δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Αθηνών, το 2005 προήχθη σε δικηγόρο στο Εφετείο Αθηνών και το 2009 στον Άρειο Πάγο.
Το 2002, στην πρώτη του δίκη για κακούργημα, στην οποία ο προφυλακισμένος εντολεύς του ηπειλείτο με κάθειρξη έως δέκα ετών αλλά τελικώς κατεδικάσθη σε ποινή φυλακίσεως μόλις ενός έτους και μερικών μηνών, όσο ακριβώς είχε διαρκέσει η προσωρινή του κράτηση, και αφέθη ελεύθερος, ο Προεδρεύων Εφέτης και ο αρχαιότερος Σύνεδρος Εφέτης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, μετέπειτα Αρεοπαγίτης και Πρόεδρος της Ενώσεως Δικαστών και Εισαγγελέων της Ελλάδος και ήδη Υπουργός επί της Δικαιοσύνης, καθώς και ο Αντεισαγγελεύς των Εφετών της Έδρας, τον συνεχάρησαν για την αγόρευσή του ως συνηγόρου υπερασπίσεως, στο νομικό μέρος της οποίας ανεφέρθησαν και παρέπεμψαν και οι λοιποί υπερασπιστές, ο τελευταίος εκ των οποίων μάλιστα τον συνεχάρη ειδικώτερον για τη «δωρική μορφή της αγορεύσεώς του» ∙ η περιεκτικότητα, η αυστηρότητα και η ακρίβεια εξακολουθούν στις αγορεύσεις του.
Το ίδιο έτος, ως συνήγορος της υπερασπίσεως αξιωματικού της Ελληνικής Αστυνομίας, κατηγορουμένου και καταδικασθέντος πρωτοδίκως για επικίνδυνη σωματική βλάβη αλλοδαπού κρατουμένου, δόντος στην υπόθεση εκτός από τη νομική και πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις και ευρεία δημοσιότητα, συνέβαλε στην αθώωσή του από το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με διαφορά μόνο μιας ψήφου, η οποία απέβη καθοριστική, κάτω από το σύνολο των ειδικών συνθηκών, για την υπηρεσιακή του κρίση και εξέλιξη και τις μετέπειτα προαγωγές του έως του βαθμού του ανωτάτου αξιωματικού της.
Έκτοτε αναλαμβάνει και διεξάγει επιτυχώς ιδιαιτέρως σοβαρές και πολύπλοκες ποινικές υποθέσεις, προεχόντως κακουργημάτων και ιδίως ανθρωποκτονιών και αποπείρας ανθρωποκτονιών εκ προθέσεως, πλαστογραφίας, υπεξαιρέσεως, εκβιάσεως, απάτης και απιστίας, στρεφομένων κατά ιδιωτών, του δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, εγκλημάτων συναρτωμένων με το τραπεζικό, χρηματιστηριακό και φορολογικό δίκαιο, πλημμεληματικές υποθέσεις παρουσίαζουσες μείζονα σοβαρότητα και πολυπλοκότητα και συνήθως μακρά διάρκεια, μεταξύ των οποίων ανωτέρων και ήδη ανωτάτων αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας και του Πολεμικού Ναυτικού, αστικές και διοικητικές υποθέσεις συναντώμενες και συναπτόμενες, λόγω της φύσεως και του αντικειμένου τους, με ποινικές υποθέσεις, ιδίως λαθρεμπορίας και ρυπάνσεως ή μολύνσεως του περιβάλλοντος, καθώς και υποθέσεις ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, μεταξύ των οποίων οι υποθέσεις Διαμαντίδης και Ροδόπουλος κατά της Ελλάδος αλλά και η υπόθεση Αλφαντάκης κατά της Ελλάδος, του έτους 2010, στην οποία εγένετο δεκτή και ανεγνωρίσθη πρώτη φορά παραβίαση από τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια και την Ελληνική Δημοκρατία του δικαιώματος δικηγόρου, ασκήσαντος δημοσίως οξεία κριτική κατά εισαγγελικού λειτουργού σχετικώς με το περιεχόμενο της προτάσεώς του προς το Συμβούλιο των Εφετών Αθηνών επί πολυκρότου ποινικής υποθέσεως, απασχολησάσης επί μακρόν την κοινή γνώμη, στο δικαίωμα της ελευθερίας της εκφράσεως.
Μεταξύ των υποθέσεων που εχειρίσθη, το 2003, ενώ προπαρεσκεύαζε την έφεση του βασικού κατηγορουμένου στη μεγαλύτερη έως τότε, από της απόψεως της ποσότητος και της αξίας της κατασχεθείσης ψυχοτρόπου ουσίας, υπόθεση εμπορίας ναρκωτικών και νομιμοποιήσεως εσόδων εξ αυτής στην Ελλάδα, στη Δυτική Ευρώπη, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και στην Κολομβία, η οποία είχε συνταράξει την εσωτερική και τη διεθνή κοινή γνώμη, προετίμησε, διαφωνών προς την προδιαμορφωμένη από άλλους συναδέλφους του υπεράσπιση του εντολέως του, κηρυχθέντος ενόχου και καταδικασθέντος πρωτοδίκως σε ισόβια κάθειρξη και σε πρόσκαιρη κάθειρξη δέκα πέντε ετών, βάσει της οποίας προέβλεπε ότι θα κατεδικάζετο και τελεσιδίκως, να παραιτηθεί της υπερασπίσεώς του στην Αθήνα και στη Γενεύη συμφώνως προς ό, τι τού επέβαλαν η συνείδηση και το καθήκον του, αντί να ενδώσει στις απόψεις του εντολέως του, οι οποίες αντέβαιναν πράγματι στο αληθές συμφέρον του και τελικώς συνέβαλαν στην τελεσίδικη και έπειτα στην αμετάκλητη καταδίκη του και στην κατάγνωση και στην επιβολή των ιδίων στερητικών της ελευθερίας του ποινών.
Το 2004, σε μία εκ των υποθέσεων ανθρωποκτονιών εκ προθέσεως οι οποίες ηκολούθησαν, ως γνωστόν, το μεγάλο σεισμό του έτους 1999 στην Αττική, ο πολιτικός μηχανικός εντολεύς του, κατηγορούμενος για οκτώ ανθρωποκτονίες και μία απόπειρα ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο, ηθωώθη ομοφώνως από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών παρά τη διάχυτη δυσμενή προαντίληψη, τη «βεβαιότητα» και την πίεση μέρους της κοινής γνώμης, κατευθυνθείσης και παραπλανηθείσης σχετικώς από ένα μέρος των μέσων μαζικής ενημερώσεως, καθώς και πολιτικού κόμματος υποστηρίζοντος ενεργώς την κατηγορία, για την ενοχή και τον κολασμό του ∙ το ίδιο και το επόμενο έτος ως τόσο, άλλος εντολεύς του, κατηγορούμενος και καταδικασθείς πρωτοδίκως, με άλλο συνήγορο υπερασπίσεως, σε δίς ισόβια κάθειρξη και σε πρόσκαιρη κάθειρξη είκοσι πέντε ετών μεταξύ άλλων ως αυτουργός ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως κατά συρροή, η οποία συνοδεύετο από αρπαγή και εκβίαση κατά συναυτουργία και είχε απασχολήσει ιδιαιτέρως την κοινή γνώμη, υπέκυπτε στον υπερβολικό έως εκκωφαντικό τηλεοπτικό θόρυβο, προκαλούμενο συστηματικώς από παράλληλες προς τη δικαστική τηλεοπτικές δημοσιογραφικές «έρευνες», και κατεδικάζετο αναιτιολογήτως και αδικαιολογήτως από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, παρά τη σφοδρή αμφισβήτηση και την εξαντλητική αντίκρουση της κατηγορίας, και την ανυπαρξία βασίμων αποδείξεων, ως δήθεν ηθικός αυτουργός των ιδίων ανθρωποκτονιών, των οποίων είχε προηγουμένως κηρυχθεί ένοχος αντιθέτως ως αυτουργός, αν και ο αληθής υπαίτιός τους, κατά την κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ήδη καταδικασμένος για δύο φόνους κατάδικος και δραπέτης των φυλακών Κερκύρας, διέφευγε και εξακολουθεί να διαφεύγει της συλλήψεως και ουδέποτε σχετικώς έως και σήμερον εξητάσθη από τη δικαιοσύνη, ώστε να κριθεί και να αποφασιστεί μετά λόγου εάν, παρότι αμετακλήτως καταδικασμένος δολοφόνος, παροτρύνθη πράγματι παρ’ άλλου να εκτελέσει και τις εν λόγω ανθρωποκτονίες.
Το 2004 και το 2005, συνέταξε και συνυπέβαλε επ’ ονόματι και για λογαριασμό εντολέως του στον Εισαγγελέα των Πλημμελειοδικών Αθηνών εγκλήσεις επί τη βάσει των οποίων το 2006 ησκήθησαν ποινικές διώξεις και ενηργήθησαν κύριες ανακρίσεις για πλείονα κακουργήματα μεταξύ άλλων πλαστογραφίας, υπεξαιρέσεως, εκβιάσεως, απάτης και απιστίας και νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, καταγγελλόμενα ως διαπραχθέντα στην Ελλάδα, στην Ελβετία, στο Λιχτενστάιν κλπ., η αξία του αντικείμενου των οποίων υπερέβαινε συνολικώς το αντικείμενο κάθε προηγουμένης ποινικής υποθέσεως στην Ελλάδα. Μετά από την υποβολή της πρώτης εγκλήσεως και αμέσως πριν από την εναρκτήρια τελετή των Ολυμπιακών Αγώνων των Αθηνών του ιδίου έτους, στην προετοιμασία της διεξαγωγής των οποίων εμμέσως και κατά ένα μέρος αφορούσε, απήντησε σε δημοσιογράφους των εφημερίδων Le Monde και The Sunday Times, ως δικηγόρος του εγκαλούντος και πολιτικώς ενάγοντος, σε σχέση με το είδος και το μέγεθος της αξίας του οφέλους και της ζημίας των καταγγελλομένων αξιοποίνων πράξεων και τις προεκτάσεις της παραγγελθείσης προκαταρκτικής εξετάσεως.
Έπειτα ανέλαβε την περίφημη υπόθεση εκδόσεως Petrac, φερομένου ως χρηματοδοτούντος τον τότε κατηγορούμενο και καταζητούμενο διεθνώς για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητος Κροάτη στρατηγό Ante Gotovina - καταδικασθέντα πρωτοδίκως σε κάθειρξη είκοσι ετών από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την Πρώην Γιουγκοσλαβία και μετέπειτα αθωωθέντα από το Εφετείο κατά πλειοψηφία, με διαφορά μιας μόνο ψήφου – στην οποία ο παραπάνω εκζητούμενος εκατηγορείτο για υποτιθέμενες αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες κατά περίπτωση εδιώκετο ή είχε κηρυχθεί ένοχος και καταδικασθεί σε στερητικές της ελευθερίας του ποινές ερήμην του, και πράγματι εξεζητείτο για τις πολιτικές του απόψεις και την εναντίωσή του στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στον Πρωθυπουργό και σε Υπουργούς της Κροατίας. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, συμπλεκομένη με άλλη υπόθεσή του στο Μιλάνο, η εσωτερική και η διεθνής πίεση υπέρ της εκδόσεώς του υπό παραγόντων κειμένων εκτός της δικαιοσύνης ήτο τόση και τοιαύτη, ώστε μετά από σφοδρή αντίθεση στην αίτηση εκδόσεως και ενώπιον του Αρείου Πάγου, αναβαλόντος την έκδοση του βουλεύματός του επί της υποθέσεως για συμπληρωματικές πληροφορίες και διευκρινίσεις υπό του εκζητούντος κράτους, εξηφανίσθη αιφνιδίως, κάτω από αδιευκρίνιστες ακόμη συνθήκες, ο διορισμένος διερμηνεύς της μεταφραστικής υπηρεσίας του Υπουργείου των Εξωτερικών και να μη διερμηνεύσει από την κροατική στην ελληνική γλώσσα τα εν τω μεταξύ υποβληθέντα από την Κροατία συμπληρωματικά έγγραφα, το περιεχόμενο των οποίων επεβεβαίωνε και απεδείκνυε τη βασιμότητα των αιτιάσεων του εκζητουμένου κατηγορουμένου περί υποκειμένης και υποκρυπτομένης πολιτικής πράγματι διώξεώς του, και να προκληθεί διεθνής σάλος περί της υποθέσεως, για την οποία τού εζητήθησαν σχόλια από το μεγαλύτερο κροατικό περιοδικό Nacional αλλά και από το BBC, το πρακτορείο Reuters κ.ά. .
Παραλλήλως προς την ανάληψη και τον επιτυχή χειρισμό μεγάλου αριθμού και μείζονος σημασίας κακουργηματικών και πλημμεληματικών και ορισμένων μικτών, ποινικών, αστικών και διοικητικών υποθέσεων στην Ελλάδα, καθώς και υποθέσεων ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, διεξαγομένων και απ’ ευθείας στη γαλλική γλώσσα, ανέλαβε και συνδιεξήγαγε τα έτη 2005, 2006 και 2007 ποινικές υποθέσεις στη Βέρνη, στη Λωζάννη και στη Μπελινζόνα ενώπιον του Ομοσπονδιακού Εισαγγελέως και του Ομοσπονδιακού Ποινικού Δικαστηρίου της Ελβετίας, ενώπιον του δικαστού των προκαταρκτικών ερευνών στο Τορίνο και έπειτα ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου στη Ρώμη, μικτές υποθέσεις με στοιχεία αλλοδαπότητος, διεξαχθείσες στην Αθήνα, στο Παρίσι, στις Κάννες, στο Μονακό και στη Νυών, συνέβαλε ως βασικός μάρτυς της κατηγορίας ενώπιον του Ειδικού Ανακριτού και του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, σε μία εκ των υποθέσεων χαρακτηριζομένων ως «(παρα)δικαστικά κυκλώματα», στην παραπομπή και στην καταδίκη τέως δικαστικού λειτουργού για κατάχρηση εξουσίας και για νομιμοποίηση εσόδων προερχομένων εκ της δωροδοκίας του υπό ιδιαιτέρως επικινδύνου και υποτρόπου εγκληματίου συγκαταδικασθέντος σε κάθειρξη δέκα πέντε ετών και έκτοτε φυγοποίνου και φυγοδίκου, και περισσότερο προσφάτως, τα έτη 2009, 2010, 2011 και 2012, υπερήσπισε μεταξύ πολλών άλλων εγκαλούμενο ιατρό και ανώτατο αξιωματικό του Πολεμικού Ναυτικού εγκληθέντα, διαπομπευθέντα από της τηλεοράσεως υπό περιστάσεις εκμηδενίζουσες το τεκμήριο της αθωότητός του και έπειτα απαλλαγέντα ανθρωποκτονίας εξ αμελείας, αποτόκου πράγματι λοιμώξεως από τον ιό Η1Ν1, συγκατηγορουμένους συζύγους για ευρέως δημοσιευμένη κακουργηματική απάτη κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του Ο.Γ.Α. και για νομιμοποίηση εσόδων εξ αυτής, της οποίας ηθωώθησαν και, στην πολύκροτη και λεγομένη «δίκη του συνδικάτου του εγκλήματος», κατηγορούμενο ως συναυτουργό της διακεκριμένης αρπαγής του εφοπλιστού Περικλέους Παναγοπούλου, της οποίας τελικώς ηθωώθη, με διαφορά μιας ψήφου, από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών το Μάρτιο του 2012, μετά από δέκα επτάμισυ μήνες προσωρινής κρατήσεώς του και δέκα οκτώ μήνες ακροαματικής διαδικασίας μέσα στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού.
Ανεξαρτήτως του είδους και της σοβαρότητος των υποθέσεων που τού ανατίθενται, τίς αναλαμβάνει εφ’ όσον πιθανολογήσει με την απαιτουμένη πιθανότητα ότι θα ευδοκιμήσουν και τις χειρίζεται ο ίδιος. Τούς αφιερώνει την ιδία πάντοτε ηυξημένη επιμέλεια, ανατέμνουσα επεξεργασία, εξαντλητική νομική, νομολογιακή και πραγματική μελέτη και ανάλυση και επίμονη και μαχητική διεξαγωγή κατά το Σύνταγμα, τις διεθνείς συνθήκες και το νόμο, όπως επιβάλλει το πραγματικό συμφέρον των εντολέων του.
Γνωρίζει απταίστως την αγγλική και τη γαλλική γλώσσα.
Μεταξύ των πελατών του συγκαταλέγονται βιομήχανοι, εφοπλιστές, επιχειρηματίες, έμποροι, εκδότες, δικηγόροι, αρχιτέκτονες και πολιτικοί μηχανικοί, ιατροί, φαρμακοποιοί, ανώτατοι κληρικοί κλπ. .