Το (αντισυνταγματικόν) «Μονομελές» Εφετείον Κακουργημάτων.

        Κατά το άρθρον 97 παράγραφος 2 τού Συντάγματος, «Κακουργήματα και πολιτικά εγκλήματα, υπαχθέντα μέχρι τής ισχύος τού παρόντος διά συντακτικών πράξεων, ψηφισμάτων και ειδικών νόμων, εις την δικαιοδοσίαν των εφετείων, εξακολουθούν να δικάζωνται υπ’ αυτών, εφ’ όσον ο νόμος δεν υπαγάγη ταύτα εις την αρμοδιότητα των μικτών ορκωτών δικαστηρίων. Δια νόμου δύναται να υπαχθούν εις την δικαιοδοσίαν των αυτών εφετείων και έτερα κακουργήματα.».

        Εκ τής από 20.3.1975 δευτέρας εισηγητικής εκθέσεως τής επί τών περί δικαστικής εξουσίας άρθρων 87 έως 100 τού Συντάγματος κοινοβουλευτικής επιτροπής, καθ’ ήν «Το άρθρον 97 θεσπίζει : α) Ότι τα κακουργήματα και τα πολιτικά εγκλήματα δικάζονται υπό μικτών ορκωτών δικαστηρίων, συγκροτουμένων κατά πλειοψηφίαν υπό ενόρκων και β) ότι κατά των αποφάσεων τών δικαστηρίων τούτων επιτρέπεται έφεσις, ως νόμος θέλει ορίσει. Τα Εφετεία, όμως (παρ. 2), διατηρούν τάς όσας έχουν σήμερον διά την εκδίκασιν κακουργημάτων και πολιτικών εγκλημάτων αρμοδιότητας, εφ’ όσον νόμος δεν υπαγάγη την εκδίκασιν τούτων εις τα μικτά ορκωτά δικαστήρια.», εκ τών επισήμων πρακτικών τής ολομελείας τής επιτροπής τού Συντάγματος τού έτους 1975 (ιδ. σελ. 407, 408) και εκ τών επισήμων πρακτικών τών συνεδριάσεων τής ολομελείας τής Βουλής τών Ελλήνων και τών συζητήσεών της επί τού Συντάγματος τού έτους 1975 (ιδ. σελ. 708 έως 724, 747, 748), ιδίως εκ τής επιψηφισθείσης εισηγήσεως τού εισηγητού τής πλειοψηφίας βουλευτού Δημητρίου Παπασπύρου (σελ. 708, 709 : «…Επαναλαμβάνω την άποψίν μου διά την παραπομπήν σημαντικού αριθμού κακουργημάτων εις τα Πενταμελή Εφετεία που έχουν εδραιωθή εις την συνείδησιν τού νομικού κόσμου και του Λαού διότι πέντε εφέται με την μακράν πείραν των και την νομικήν των σοφίαν κρίνουν με ανωτέραν δικαστικήν αντίληψιν τάς ποινικάς υποθέσεις διά τάς οποίας είναι αρμόδια…Προτείνω λοιπόν να…παρασχεθή η ευχέρεια τής παραπομπής εις τα Πενταμελή Εφετεία και άλλων, κατά την κρίσιν τού κοινού νομοθέτου, κακουργημάτων..») και εκ τής εισηγήσεως τού βουλευτού και διακριθέντος δικηγόρου Γεωργίου Β. Μαγκάκη (σελ. 710 : «..Κύριοι, έχομεν και την παράγραφον 2. Η παράγραφος 2 αφορά τα λεγόμενα 5μελή Εφετεία. Δύο λέξεις ως προς την ιστορίαν. Το 1924 και όχι το 1923, με το περίφημον Ψήφισμα του Δεκεμβρίου του 1924, επειδή είχαν γίνει πολλές καταχρήσεις εις βάρος του Δημοσίου, εισήχθη ένα σύστημα όχι 5λών Εφετείων, κακώς λέγεται σύστημα 5λών Εφετείων, εισήχθη ένα σύστημα κατά το οποίον τα κοινά Εφετεία εδίκαζαν ωρισμένα αδικήματα καταχρήσεων εις βάρος τού Δημοσίου, υπό διάφορον όμως σύνθεσιν, συγκροτούμενα εκ 5 μελών, εξ ού και ελέγοντο 5μελή. Αλλά δεν είναι ιδιαίτερα δικαστήρια, εξ ού και δεν τα γράφει καμμία Δικονομία. Η Δικονομία λέγει απλώς ότι είναι διάφορος η σύνθεσις τών δικαστηρίων αυτών, τών Εφετείων αυτών, τα οποία δικάζουν καταχρήσεις εις βάρος του Δημοσίου. Αλλά έλεγε το Ψήφισμα αυτό, ότι τα δικαστήρια θα λειτουργήσουν προσωρινώς και μέχρις ότου οργανωθή η εκδίκασις τών αδικημάτων αυτών εκ μέρους τού φυσικού των δικαστού. Διότι κατάχρησις π.χ. κατά τού δημοσίου, κύριοι, άνω των 50.000 δραχμών είναι κακούργημα και εφ’ όσον είναι κακούργημα θα πρέπει να πάη εις τον φυσικόν δικαστήν, εις το Κακουργιοδικείον. Και δι’ αυτό το σύστημα αυτό τών Πενταμελών Εφετείων το οποίον εισήχθη διά μίαν μόνον μικράν χρονικήν περίοδον κατακρίνεται. Και λέγει ο μακαρίτης ο Κωνσταντίνος ο Τσουκαλάς εις την δικονομίαν του, ότι το σύστημα αυτό είναι άκρως αντιεπιστημονικόν και είναι τελείως αντίθετον προς το σύστημα τού φυσικού δικαστού. Εν πάση περιπτώσει εις την Ελλάδα ουδέν μονιμώτερον τού προσωρινού και αυτά τα Πενταμελή Εφετεία παραμένουν έκτοτε εν συνεχή λειτουργία..Έρχεται ο συντακτικός νομοθέτης να παρατείνη προσωρινώς την αρμοδιότητα των Πενταμελών Εφετείων, μέχρις ότου έλθη νόμος και τα υπ’ αυτήν δικαζόμενα κακουργήματα να τα υπαγάγη στον φυσικόν δικαστήν, ο οποίος είναι το μικτόν ορκωτόν δικαστήριον…»), προκύπτει ότι ο συντακτικός νομοθέτης ώρισεν ως φυσικόν δικαστήν τών κακουργημάτων το Μικτόν Ορκωτόν Δικαστήριον, διατηρήσας προσωρινώς μόνον την εξαιρετικήν δικαιοδοσίαν τών Πενταμελών Εφετείων διά την εκδίκασιν ωρισμένων κακουργημάτων υπαχθέντων εις την δικαιοδοσίαν των διά συντακτικών πράξεων, ψηφισμάτων και ειδικών νόμων προ τής ενάρξεως τής ισχύος τού Συντάγματος, καθώς και ότι, επιφυλασσόμενος υπέρ τού νόμου, εξουσιοδότησεν τον κοινό νομοθέτη να υπαγάγη κατ’ εξαίρεσιν «και έτερα κακουργήματα» («και άλλα κακουργήματα») εις την δικαιοδοσίαν «τών αυτών εφετείων» («τών ίδιων εφετείων»), δηλονότι τών Πενταμελών Εφετείων εις πρώτον και τών Επταμελών Εφετείων εις δεύτερον βασθμών, ήδη Τριμελών και Πενταμελών Εφετείων αντιστοίχως, και πάντως, εις πάσαν περίπτωσιν, εις πολυμελή Εφετεία, συγκροτούμενα υπό πλειόνων Εφετών, διαθετόντων μείζονα νομικήν και δικαστικήν εμπειρίαν, κατά τεκμήριον αναγκαίαν και πρόσφορον διά την ορθήν εκδίκασιν ωρισμένων κακουργημάτων, δι’ ά εισίν κατ’ εξαίρεσιν καθ’ ύλην αρμόδια.

          Επομένως, η διάταξις τού άρθρου 29 παράγραφος 2 τού νόμου 4055/2012, δι’ ής ο κοινός νομοθέτης προσέθεσεν εις τον Κώδικαν Ποινικής Δικονομίας το άρθρον 110 και προέβλεψεν, καθ’ υπέρβασιν και κατά κατάχρησιν τών ορίων τής εξουσιοδοτήσεώς του υπό τού συντακτικού νομοθέτου, το «Μονομελές» Εφετειον, το οποίον άλλως τε δε συμπεριλαμβάνεται εις τα δικάζοντα κακουργήματα δικαστήρια τού άρθρου 8 τού ιδίου Κώδικος, ως καθ’ ύλην αρμόδιον διά την εκδίκασιν τών κακουργημάτων των αναφερομένων εις την παράγραφον 1 τού άρθρου 308Α, τών κακουργημάτων τής παραγράφου 1 τού άρθρου 308Β, εφ’ όσον συνετάγη πρακτικό συνδιαλλαγής, τών κακουργημάτων τών άρθρων 114 τού νόμου 1892/1990, 66 τού νόμου 2121/1993 και 52 τού νόμου 4002/2011 και τών κακουργημάτων τών νόμων 2725/1999 και 3028/2002, «εκτός αν στο νόμο απειλείται κατά αυτών η ποινή τής ισόβιας κάθειρξης», καθώς και η διάταξις τού άρθρου 29 παράγραφος 3 τού νόμου 4055/2012 δι’ ής αντεκατέστησεν τον τίτλον και την πρώτην περίοδον τού άρθρου 111 τού ιδίου Κώδικος και εξήρεσε τής δικαιοδοσίας τού Τριμελούς Εφετείου τα παραπάνω κακουργήματα, αντίκεινται ουσιαστικώς προς το άρθρον 97 παράγραφος 2 τού Συντάγματος, εισίν ανίσχυροι και πρέπει, ως εκ τούτου, να παραμένωσιν ανεφάρμοστοι συμφώνως τω άρθρω 93 παράγραφος 4 τού Συντάγματος διά προπαρασκευαστικών αποφάσεων (αρ. 548 Κ.Π.Δ.) του «Μονομελούς» Εφετείου κηρύσσοντος την εισαγωγήν και τη συζήτησιν πάσης κακουργηματικής υποθέσεως εις το ακροατήριόν του απαραδέκτους, και διατάσσοντος την υποβολήν τής δικογραφίας εις τον παρ’ Εφέταις Εισαγγελέαν διά τα καθ’ εαυτόν και εισαγωγήν τής υποθέσεως, συμφωνούντος τού Προέδρου τών Εφετών, δι’ απευθείας κλήσεως τού κατηγορουμένου εις το ακροατήριον τού καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) τών Αθηνών.

          Η αντίθετος άποψις, καθ’ ήν διά τής προβλέψεως υπό τού κοινού νομοθέτου τού (συνταγματικώς απροβλέπτου) «Μονομελούς» Εφετείου υπηρετείται ο σκοπός τής ταχύτητος και τής τονώσεως τής ευθύνης τού δικαστού εις την εκδίκασιν τών σχετικών υποθέσεων, ερειδομένη επί τής εισηγητικής εκθέσεως τού νόμου 4055/2012, κατατείνει εις το να δεχθή κανείς ότι διατάξεις τού νόμου κατισχύουσι διατάξεων τού Συντάγματος, εφ’ όσον το αμφισβητούμενον (και το ζητούμενον) δεν είναι η επιδίωξις του κοινού νομοθέτου, περί ής συνήθως δε δημιουργείται αμφιβολία (την ταχύτητα συνήθως πλαισιώνει η ανάγκη «αποσυμφορήσεως τών φυλακών» και πάντοτε η υποκρυπτομένη ικανοποίησις τών ταμιακών αναγκών τού δημοσίου) αλλ’ η συμβατότης της προς το Σύνταγμα, τού οποίου δεν είναι δυνατόν διατάξεις να καθίστανται ανίσχυροι ή περιορισμένης αποτελεσματικότητος λόγω τής ευρηματικότητος τού Έλληνος νομοθέτου και διά τής επικλήσεως τής...αντισυνταγματικής εισηγητικής εκθέσεώς του.

          Ούτε είναι ακριβές, τουλάχιστον διά τούς ποινικολογούντας, το ότι αι υπαγόμεναι εις την δικαιοδοσίαν τού εν λόγω δικαστηρίου κακουργηματικαί υποθέσεις δεν «έχουν αποδεικτικές δυσχέρειες και πολύπλοκα νομικά ζητήματα», ως αβασίμως υποστηρίζεται, διότι, παρ’ εκτός τού ότι αντιθέτως παρουσιάζουσι συχνώς αποδεικτικάς δυσχερείας και νομικήν πολυπλοκότηταν, το σταθμιστέο μέγεθος δεν είναι η αποδεικτική και η νομική «πολυπλοκότης» τών προκειμένων υποθέσεων αλλά το είδος και η διάρκεια τής διά τον εκάστοτε κατηγορούμενον προβλεπομένης και απειλουμένης ποινής : κάθειρξις μέχρι είκοσι ετών !

          Η δυνατότης και το ενδεχόμενον τής πρωτοδίκου επιβολής της από έναν και μόνον δικαστήν δε συμβιβάζονται προς τη συνταγματικήν αρχήν ότι ο φυσικός δικαστής τών επί κακουργήματι κατηγορουμένων είναι το Μικτόν Ορκωτόν Δικαστήριον, συγκροτούμενον υπό τριών τακτικών δικαστών και τεσσάρων ενόρκων ∙ η αντιπαραβολή τού ενός προς τούς επτά δικαστάς, εξ ών η πλειοψηφία ένορκοι, καταδεικνύει, νομίζομεν, εναργώς το συνταγματικώς ανεπίτρεπτον τής εκδικάσεως κακουργημάτων επισυρόντων ακόμη και κάθειρξιν είκοσι ετών υφ’ ενός μόνον δικαστού, του οποίου, ακόμη και αν τονούται, ως πράγματι ή υποτιθεμένως σκοπείται, η ευθύνη, υπερδιογκούται ατόπως η εξουσία.

          Η δε πρόβλεψις τής εις δεύτερον βαθμόν εκδικάσεως τών εν λόγω υποθέσεων υπό πολυμελούς Εφετείου (τού Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων) δεν αντισταθμίζει πράγματι την ουσιαστικήν αντισυνταγματικότηταν τών προδιαληφθεισών διατάξεων τού Κώδικος Ποινικής Δικονομίας διότι στηρίζεται επί τής προϋποθέσεως τής πρωτοδίκου δίκης (και καταδίκης) εις το ακροατήριον τού «Μονομελούς» Εφετείου ∙ συνεπώς επί βάσεως αντισυνταγματικής καθ’ εαυτής, η ύπαρξις τής οποίας δεν είναι αναμφισβήτητος αφετηρία αλλά το πρόβλημα.

Top